I'm vertical

i just arted

Wednesday, October 24, 2007

Κάτι τέτοια βράδια.


Κάτι βράδια που κοιμόμαστε χωριστά συνέχεια σκέφτομαι. Στριφογυρίζω στο κρεβάτι. Σα να βλέπω κακό όνειρο. Σα να γίνομαι παιδί. Σα να μου λείπεις. Εσύ. Κάτι βράδια. Τέτοια. Κοιτάω το ταβάνι. Πόσο μεγάλο είναι τελικά το ταβάνι. Και άπιαστο. Σκέφτεσαι να είμασταν τόσο ψηλοί; Το φωτιστικό είναι ήρεμο. Δε φυσάει για να κάνει θόρυβο. Ξέρεις, όλα τα ιπτάμενα κοχύλια που έχει χτυπάνε μελωδικά τα βράδυα που φυσάει. Τώρα κάνει μόνο κρύο. Αλλά εσύ δε το νιώθεις. Δε μπορείς. Γιατί δεν είσαι εδώ. Δίπλα μου. Κάτι τέτοια βράδια. Σκέφτομαι πως μας ταίριαξε η μοίρα. Πως έτυχε και μας έβαλε μαζί. Πόσο σε θέλω. Να σε φροντίζω. Να σε αγκαλιάζω. Τόσο πολύ που να σε σφίγγω. Να μη παίρνεις ανάσα. Να μελανιάζεις. Και να με κλωτσάς. Γιατί δεν αντέχεις να σκαρφαλώνω πάνω σου. Να σε ζουπάω. Να σου δαγκώνω το λαιμό. Τα αυτία και τα μάγουλα. Κάτι τέτοια βράδια που είμαι μόνη μου. Δε περνάει ο χρόνος. Δε κυλάει. Και όταν τελικά με πέρνει ο ύπνος από τη κούραση. Στριφογυρνάω στο κρεβάτι. Το χέρι μου. Το δεξί. Πάντα σε ψάχνει. Ξέρει και αυτό. Πάντα κοιμάσαι απ'τα δεξιά μου. Δε σε βρίσκει. Και με ξυπνά. Και αυτό. Σε ψάχνει μαζί με μένα. Κάτι τέτοια βράδια σε θέλω πιο πολύ και από το πολύ μου. Προσεύχομαι να περάσει γρήγορα η ώρα. Η μέρα. Η νύχτα. Μέχρι να σε ξαναδώ. Πάνω μου. Δίπλα μου. Μέσα μου. Όλα περνάνε. Και ο χρόνος. Περνάει. Περνάει. Περνάει. Με ακούς. Σου μιλάω. Ψυχή μου. Περνάει.

Monday, October 8, 2007

Θυμάμαι. Συνειδητοποιώ. Βουρκώνω.

Θυμάμαι κάτι
χειμώνες
με κασκόλ.
Πιτσιρικάκι.
Που πήγαινα σπίτι της.
Εγώ και η μαμά.
Εκεί βρίσκαμε πάντα
και το μπαμπά.
Καθόμασταν στο στρογγυλό μεγάλο τραπέζι.
Το καλό.
Με το άσπρο τραπεζομάντηλο.
Τρώγαμε.
Το φαγητό που έκανε καλά.
Που μας άρεσε.
Κρέας και πατάτες στο φούρνο.
Σκάγαμε.
Και εκείνα τα γλυκά.
Με σοκολάτα.
Και τα άλλα
με τη τρούφα.
Που χρειαζόταν να το πιάσω με τα δύο χέρια.
Που πασαλειβόμουν.
Κάτι τέτοια θυμήθηκα και σήμερα.
Αυτή τη φορά
είναι φθινόπωρο.
Και στις ψυχές μας.
Έξω και μέσα.
Ψιλοβρέχει.
Εκείνη ευτυχώς μας γνωρίζει.
Ακόμη.
Φάρμακα δε παίρνει.
Καθόμαστε
στο μπαλκόνι πια.
Στις άσπρες σιδερένιες καρέκλες.
Με ένα ποτήρι νερό.
Όποτε αισθάνομαι άσχημα να πίνω.
Να μη με καταλάβει.
Και κάθε φορά που με κοιτά.
Να βουρκώνω.
Και όλο να πίνω.
Να με κοιτά.
Να πίνω.
Να με κοιτά.
Να πίνω.
Μου κρατάει το χέρι.
Μου εκμηστηρεύεται.
Χτες λέει είχε πάει στη Τήνο.
Μου άναψε και κερί.
Αλλά κάθως έβγαινε από την εκλησία λέει,
έπεσε.
Ο θέος να τη συχωρέσει, λέει.
Δε το ήθελε.

Thursday, October 4, 2007

Μας.Κολλάει.

Στα χέρια.
Κολλάει.
Τα δικά μου.
Κολλάει.
Τα δικά του.
Μας. Κολλάει.
Τα χέρια. Μας.
Τα πόδια.
Στο χαλάκι.
Μια. Δύο.
Μέσα.Μας.
Κολλάει.
Η αναπνοή του.
Δεμένη στη κούπα.
Κολλάει.
Το στριφτό τσιγάρο.
Το χέρι με τη πληγή.
Θα μείνει πληγή.
Δε με νοιάζει.
Μ'αρέσει.
Κολλάει.
Τα μαλλιά του.
Η μύτη μου.
Ο σβέρκος του.
Η κοιλιά μου.
Κολλάει.
Τα πόδια λυγισμένα.
Τεντωμένα.
Λυγισμένα.
Κολλάει.
Το χέρι μου.
Η καρδιά του.
Ψυχή μου.
Μας.Κολλάει.