I'm vertical

i just arted

Monday, April 12, 2010

dlt

delete
delete
delete
delete
delete

Thursday, October 1, 2009

Από τότε δεν έχω ξαναπιάσει χαρτί.

Θυμάμαι. Το κρύο μεσημέρι
στο διάδρομο που μύριζε χλωρίνη.
Στριμωγμένη στο καφέ παγκάκι με μια κυρία.
Ο γιατρός στυφός. Λειψός.
Να κοιτά περίεργα και να μη μιλά.
Μέχρι να κάτσω. Πρέπει να γίνει.
Εγχείρηση καρδιάς. Η ρουτίνα του.
Χίλιες λέξεις να βγαίνουν από το στόμα του.
Βαριές να πέφτουν στο μωσαικό.
Να το τσακίζουν.
Μαζί και εγώ. Κρύο Μάρμαρο. Λευκό.
Θυμάμαι. Την Όλγα να με κρατά απ 'το λαιμό.
Δυνατά. Να σκέφτομαι μόνο
πως θα στο πω. Γιατί εσύ και όχι εγώ.

Thursday, July 3, 2008

Purtoppo e morto Yianaki

They say, the dead in their first forty days
wander around in places they've lived.
In which edge of the world should I go cry?
Where is the homeland for a seagull like you -
Smyrne, Mytilene, Athens, Genova?
People will live, makes no difference
with or without you.
It's just the how it hurts.
I sit in my own country's heart
with my sadness next to me,
seas away, thousands of minutes' cry
from what you would call family.
My will to see you rapes me.
Your body is getting burned
to make sure horizons will no longer meet.
I only promised Luciana
her favourite fiori to wipe her tears away.

Marilou Chrysochoidou for Brand Magazine, Issue 03, Spring/Summer 2008
www.brandliterarymagazine.co.uk

Tuesday, June 17, 2008

Morning Thoughts. Insane Happiness.

Το ξυπνητήρι εκνευριστικό
όπως πάντα.
Χτυπάει σα μανιακό.
Λες και διεκδικεί κρυφά το ρόλο σειρήνας.
Δε θέλω να ξυπνάω,
ούτε καφέ να πίνω.
Θέλω να αφήνω το πατζούρι κλειστό,
να γυρίζω πλευρό
και εκείνος να με χαϊδεύει
σα γατί μικρό στην αγκαλιά του.
Οι μέρες συνεχίζουν να είναι μεγάλες.
Αυτή τη φορά σα παράθυρο στο κόσμο.
Κάποιες τυχερές μέρες, τ'ανοίγω.
Κάποιες άλλες δεν έχω πολλά πολλά
και ανεβάζω το μάνταλο.
Και τα απογεύματα είναι μαγικά.
Σα ξωτικά με παίρνουν,
βουτώντας με στις καλοσύνες τους.
Εχτές, ήρθε μαζί και η καθημερινότητα.
Χέρι με χέρι με έπιασε. Με κρατούσε.
Συνεντευξιαζόμενη από ένα τύπο
με όλα τα λογοτεχνικά βραβεία
που έχουν εφευρεθεί.
Κέρδισα μια θέση στο Manchester.
Mεταπτυχιακό. Ένα κοφτό του Mail.
Που μ'ανοίγει το παράθυρο.
Σηκώθηκα.
Κλείνω το ξυπνητήρι.
Είναι πρωί. Ακόμη.

Sunday, March 9, 2008

ΜέρεςΜέρεςΜέρες

Mέρες ηλιόλουστες
άδειες
άχρωμες
άοσμες.
Μέρες μεγάλες
άκομψες
ανέκφραστες
αδιάφορες.

Sunday, February 24, 2008

Βlogoπαίχνιδο

Μου'πε η Utopia, να ανοίξω το βιβλίο που βρίσκεται πιο κοντά μου, στη σελ. 123. Να βρω την 5η πρόταση της σελίδας και να αντιγράψω τις επόμενες 3! (δηλ. την 6η, 7η, 8η). Το πιο κοντινό μου βιβλίο είναι της Ali Smith, το Hotel Cosmos. Επειδή έπεσα σε ερωτήσεις, έκλεψα λιγάκι και έβαλα και δύο παραπάνω..Με τη σειρά μου, προκαλώ τον Χρήστο, τη Νάντια, την Κ, τον Άγγελο & τον Αntoin!


Κεφάλαιο: Δυνητικός Μέλλων
Σελ. 123


Πού να ήταν άραγε;
Εκείνα τα χαμόγελα;
Εκείνη η φωνή μέσα στα αυλάκια;
Μήπως είχαν πάει στο παράδεισο των 33 στροφών;
Σε μαγαζιά με μεταχειρισμένους δίσκους, στοιβαγμένα δίπλα σε κλεμμένα στερεοφωνικά;

Tuesday, February 12, 2008

Εσύ. Ένα να λες..

Εσύ, που με ξυπνάς με τα χάδια, τα φιλιά σου
που με κοιμίζεις κάθε βράδυ στη κοιλιά σου, στην αγκαλιά σου.
Eσύ που είσαι σοκάκι έτοιμο να σε διαβώ,
που μου δίνεις φωτιά να ανάβω το σύμπαν σου.
Εσύ, που φέρνεις τα πουλιά κάθε πρωί & τραγουδάνε,
που ξημερώνεις ζεστό καφέ.
Εσύ, που είσαι η μωβ κλωστή δεμένη στο καρπό μου,
που είσαι ο χάρτης μου, η ευχή μου & ο εαυτός μου.
Εσύ, που είσαι εδώ για μένα,
που με φροντίζεις σα παιδί μικρό, που μου μαθαίνεις.
Εσύ, που με διαβάζεις σα βιβλίο ανοιχτό,
που με προσμένεις.
Εσύ που βλέπεις τη σκιά μου,
που με'χεις σα Παναγιά, δικιά σου.
Εσύ που είσαι στα μπλε, στα κόκκινα,
που είσαι στα μέσα και τα έξω μου.
Εσύ, που είσαι όλες οι μελωδίες μαζεμένες στα αυτιά μου,
που κρατάς στη παλάμη σου τα όχι και τα ναι μου.
Εσύ, που δε νυστάζεις αν δε κοιμηθώ εγώ πρώτα,
που μ'αγαπάς με ψυχή & σώμα.
Εσύ που είσαι στα γρήγορα βηματά μου,
που με'χεις κοντά σου.
Εσύ, που μου χαμογελάς,
μου κλείνεις το μάτι,
που μ'αγκαλιάζεις,
που βάζεις παρόν και μέλλον.
Εσύ που είσαι το εγώ μου.

Monday, February 4, 2008

Fav Poem

Το blog αυτό, ονομάστηκε 'I'm Vertical' από το αγαπημένο ποίημα της Sylvia Plath (βλέπε και πρώτο post). Eπειδή όμως η Clem με προσκάλεσε σε αυτό το παιχνίδι των αγαπημένων ποιημάτων ανεβάζω και εγώ το δικό μου αγαπημένο. Της Cherry Smyth, που ξεκίνησε για μένα ως μια poetry tutor στο Πανεπιστήμιο και κατάφερε να γίνει μια πολύ αξιόλογη φίλη που της οφείλω πλέον πολλά και σε προσωπικό αλλά και επαγγελματικό επίπεδο. Αυτό είναι ένα από τα πρώτα δυνατά και συγκλονιστικά ποιήματα που έχω διαβάσει. Για όσους δε την γνωρίζετε είναι μια καλή ευκαιρία να την διαβάσετε ή να επισκεφτείτε το προσωπικό της site, http://www.cherrysmyth.com/

The Future of Something Delicate
Αll winter I watched your single cyclamen unbend its crook
to upflutter in the only light,
letting the light come in
where it could not go itself
to make such pink,
a butterfly asana.
Only now can I begin to feel
how slow your seasons are,
how long buds shepherded
in that crinkled shade,
how much it took to float
your field of veined paths,
to trust some earth.

Cherry Smyth, Published in 'One Wasted Thing', Langan Press, 2006.

Mε τη σειρά μου προσκαλώ την Kat, τον Άγγελο, το Βασίλη, το Ναρίτα, το Sunday και τον Αντουαν!!

Friday, February 1, 2008

Μένω Εκτός. Κράτα μου το χέρι.

Ο σταθμός μεγάλος.
Παλιός. Βρώμικος.
Τα πλακάκια μεγάλα και αυτά.
Σαν τουαλέτας.
Στο κίτρινο χρώμα.
Κράτα μου το χέρι.
Τα τρένα στο βάθος.
Βοή. Κόσμος. Θόρυβος.
Σταθμός.
Σαν τον παλίο, Charing Cross.
Απρόσωπος κόσμος.
Εργένηδες. Μικροί. Ζητιάνοι.
Κράτα μου το χέρι.
Ο σάκος βαρύς.
Κόβει τον ώμο.
Πώς περνούν αυτά τα τελευταία λεπτά.
Τρέχουν σα λωποδύτες.
Μια ανάσα. Βαθιά.
Μάτια. Χέρια. Αναπνοή.
Κράτα μου το χέρι.
Φεύγεις.
Μουλιάζει η καρδία μου.
Πάχνη. Βοή. Σιγή.

Thursday, January 10, 2008

Disgusted

Σάββατο.
5 Ιανουαρίου.
Όμορφη βόλτα.
Ψώνια.
Γαλήνη.
Ηρεμία.
Φαγητό.
Επιστοφή.
Στο αυτοκίνητο ανοικτό.
Σπασμένες κλειδαριές.
Τρίτη φορά.
Κλεμμένα.
Δικά.
Μου.
Πράγματα.
Αίσθημα.
Κακό.
Κάποιος μπήκε στο χώρο μου.
Έκλεψε.
Η ψιλικατζού απέναντι.
Δεν είδε τίποτε.
Το ήξερες ποτέ;
Και αν πληρώνεις το Δήμο
για το πάρκιγκ,
δε σου εγγυείται για την ασφάλεια.
Πληρώνεις έτσι...
Για πλάκα.
Η ασφαλιστική δε καλύπτει
πράγματα αξίας
που δεν είναι εξοπλισμός
και ας πληρώνω ασφάλεια κλοπής.
Και εμείς καθόμαστε.
Σπίτι.
Χαλαρά.
Πληρώνουμε.
Όλους τους φόρους.
Τις ασφάλειες.
Και όταν γίνει κάτι,
όλοι παίζουν με τις λέξεις.
Και τελικά..
Δε μας καλύπτει κανείς.
Ας σηκωθούμε από το καναπέ.
Ας αγωνιστούμε...

Saturday, December 29, 2007

Flying Colors. Natural Blues.


Περπατάω στους δρόμους.
Τα βήματά μου αργά.
Μεγάλα.
Ιεροτελεστίας.
Σαν γαλλικό τζαζίστικο κομμάτι.
Φυσάει.
Και φεύγουν οι άμυνές μου.
Χάνονται στα τετραγωνάκια του πεζοδρομίου.
Γιορτές.
Και.
Μοναξιές.
Πάνε μαζί.
Σετάκι.
Αγκαζέ σα παράνομο ζευγαράκι.
Κρατιούνται σφιχτά.
Φωτάκια μικρά.
Παντού.
Η πόλη, ένα τσίρκο.
Κόκκινο.
Δείχτες στα ρολόγια.
Πράσινο.
Γυρίζουν.
Κίτρινο.
Ένα κορίτσι τρώει candy floss.
Άσπρο.
Με χτυπά με μια μεγάλη τσάντα.
Και εσύ να λείπεις.
Μαύρο.
Εγώ να περπατώ.
Να κλέβω κάτι απ'το απέραντο κενό.
Να περιμένω.
Τους δείχτες να γυρίσουν.
Να φύγουν.
Να έρθουν.
Να σταθούν.
Γκρι.
Ακόμη δε φάνηκε.
Ο δείκτης.
Τεμπέλης.
Κόκκινο.
Μικρό τετράδιο.
Απολογισμού.
Μπλε.
Συγγραφής.
Μωβ.
Άλλες 72 ώρες.
Κι' όλο μικραίνει.
Ο δείκτης.
Χάνεται.
Πλησιάζει.
Έλα να βγούμε στη βροχή.
Να μείνεις εδώ.
Κοντά μου.
Κάθε δείκτης.
Καρφώνεται.
Σα μικρός.
Κεραυνός.

Monday, November 19, 2007

Οριοθέτηση. Ήλιος. Εσύ.

Δύο μέρες.
Μεγάλες. Σα χρόνος.
Βουβός.
Καταθλιπτικός.
Σα χρόνος. Κακός.
Και εσύ.
Έξω από αυτόν.
Να τον σταματάς.
Να τον μειώνεις.
Κάτι δυνατά χέρια που έχεις.
Σα προστατευτικές τανάλιες.
Με κλείνουν μέσα.
Με προστατεύουν.
Λίγα μηνύματα στο κινητό.
Ενθαρρυντικά. Πολύ.
Όλοι λένε για τη δυναμή μου.
Εγώ γιατί δε την βλέπω?
Στεναχωρήθηκα πολύ.
Όχι για μένα
αλλά για σένα.
Που αισθάνθηκα να μη σε στηρίζω.
Όταν έπρεπε.
Αντί να πέφτω.
Αλλά..
δε με όριζα.
Συντεταγμένες στο μηδέν.
Και συ.
Καλός. Δεχτικός. Υπομονετικός.
Να με ορίζεις.
Να τραβάς γραμμές.
Να τις ζουπάς.
Να με οριοθετείς.
Και εγώ.
Να τις νιώθω.
Στη πλάτη. Βαθιά.
Να με αλλάζουν.
Προς τα πάνω.
Ξόρκισες τα άσχημα.
Τα δυσάρεστα.
Και εσύ μαζί με μένα.
Πάνε πια αυτά.
Τελείωσαν.
Μας τελείωσαν.
Δε δίνω άλλο κλάμα.
Τα ξόρκισα.
Και τον ορισμένο χρόνο μου
μακρία σου.
Και τον καρκίνο του πατέρα μου.
Ξημερώνει τώρα πια έξω.
Και με κάνεις και βλέπω ήλιο.

Wednesday, November 7, 2007

Sadness


Βρέχει έξω και με προδιαθέτει.
Κλαίω συνέχεια από τη Κυριακή.
Τα μάτια μου, δυο λοξές γραμμές.
Δύο σχισμές.
Τα χέρια σκληρά.
Ακούω κάτι τραγούδια στο repeat.
Τα παλιά της Imogen Heap.
Φτιάχνω πράσινο τσάι.
Τρώω μανταρίνια.
Tη δουλειά τη βαριέμαι.
Και είναι πολύ. Πολύ.
Περπατάω πια τις αποστάσεις.
Και όσο λείπεις.
Άλλο τόσο κλαίω.
Και είναι και τα νέα που φτάνουν πάντα στα αυτιά μου κακά.
Σειρήνες.
Δε σταματούν.
Και είναι και ο καιρός.
Η χάλια διάθεση.
Και εκεί που λέω έφτασα πάτο.
Τελικά πάω και πιο κάτω.
Και πιο κάτω.
Φτιάχνω και άλλο τσάι.
Η κουζίνα βρωμάει.
Οι ντομάτες που'χες στο τραπέζι μούχλιασαν.
Βραστό νερό.
Τσάι.
Καυτό. Πράσινο.
Μπας και ζεστάνει και το μέσα μου.
Μπας και βρω λίγη. Δύναμη.
Απ'αυτή να σου δώσω. Να λουστείς.
Οι δύο μέρες που πέρασαν ήταν τέλειες.
Τέλειες για να χάσω κάτι.
Κάτι. Τα πάντα.
Ένα στυλό από το γραφείο.
Κάτι σημαντικά χαρτιά για τη δουλειά.
Μια φίλη, που όλο λέει θα τηλεφωνήσει.
Και ποτέ δε το κάνει.
Ένα deadline για μια εφημερίδα.
Τον ύπνο μου.
Την ευτυχία μου.
Εσένα.
Την υγεία του πατέρα μου.
Εσένα.
Εσένα.
Εσένα.
Εσένα.
Εσένα.
Πάνε οι μέρες.
Φεύγουν.
Καλέ μου.

Wednesday, October 24, 2007

Κάτι τέτοια βράδια.


Κάτι βράδια που κοιμόμαστε χωριστά συνέχεια σκέφτομαι. Στριφογυρίζω στο κρεβάτι. Σα να βλέπω κακό όνειρο. Σα να γίνομαι παιδί. Σα να μου λείπεις. Εσύ. Κάτι βράδια. Τέτοια. Κοιτάω το ταβάνι. Πόσο μεγάλο είναι τελικά το ταβάνι. Και άπιαστο. Σκέφτεσαι να είμασταν τόσο ψηλοί; Το φωτιστικό είναι ήρεμο. Δε φυσάει για να κάνει θόρυβο. Ξέρεις, όλα τα ιπτάμενα κοχύλια που έχει χτυπάνε μελωδικά τα βράδυα που φυσάει. Τώρα κάνει μόνο κρύο. Αλλά εσύ δε το νιώθεις. Δε μπορείς. Γιατί δεν είσαι εδώ. Δίπλα μου. Κάτι τέτοια βράδια. Σκέφτομαι πως μας ταίριαξε η μοίρα. Πως έτυχε και μας έβαλε μαζί. Πόσο σε θέλω. Να σε φροντίζω. Να σε αγκαλιάζω. Τόσο πολύ που να σε σφίγγω. Να μη παίρνεις ανάσα. Να μελανιάζεις. Και να με κλωτσάς. Γιατί δεν αντέχεις να σκαρφαλώνω πάνω σου. Να σε ζουπάω. Να σου δαγκώνω το λαιμό. Τα αυτία και τα μάγουλα. Κάτι τέτοια βράδια που είμαι μόνη μου. Δε περνάει ο χρόνος. Δε κυλάει. Και όταν τελικά με πέρνει ο ύπνος από τη κούραση. Στριφογυρνάω στο κρεβάτι. Το χέρι μου. Το δεξί. Πάντα σε ψάχνει. Ξέρει και αυτό. Πάντα κοιμάσαι απ'τα δεξιά μου. Δε σε βρίσκει. Και με ξυπνά. Και αυτό. Σε ψάχνει μαζί με μένα. Κάτι τέτοια βράδια σε θέλω πιο πολύ και από το πολύ μου. Προσεύχομαι να περάσει γρήγορα η ώρα. Η μέρα. Η νύχτα. Μέχρι να σε ξαναδώ. Πάνω μου. Δίπλα μου. Μέσα μου. Όλα περνάνε. Και ο χρόνος. Περνάει. Περνάει. Περνάει. Με ακούς. Σου μιλάω. Ψυχή μου. Περνάει.

Monday, October 8, 2007

Θυμάμαι. Συνειδητοποιώ. Βουρκώνω.

Θυμάμαι κάτι
χειμώνες
με κασκόλ.
Πιτσιρικάκι.
Που πήγαινα σπίτι της.
Εγώ και η μαμά.
Εκεί βρίσκαμε πάντα
και το μπαμπά.
Καθόμασταν στο στρογγυλό μεγάλο τραπέζι.
Το καλό.
Με το άσπρο τραπεζομάντηλο.
Τρώγαμε.
Το φαγητό που έκανε καλά.
Που μας άρεσε.
Κρέας και πατάτες στο φούρνο.
Σκάγαμε.
Και εκείνα τα γλυκά.
Με σοκολάτα.
Και τα άλλα
με τη τρούφα.
Που χρειαζόταν να το πιάσω με τα δύο χέρια.
Που πασαλειβόμουν.
Κάτι τέτοια θυμήθηκα και σήμερα.
Αυτή τη φορά
είναι φθινόπωρο.
Και στις ψυχές μας.
Έξω και μέσα.
Ψιλοβρέχει.
Εκείνη ευτυχώς μας γνωρίζει.
Ακόμη.
Φάρμακα δε παίρνει.
Καθόμαστε
στο μπαλκόνι πια.
Στις άσπρες σιδερένιες καρέκλες.
Με ένα ποτήρι νερό.
Όποτε αισθάνομαι άσχημα να πίνω.
Να μη με καταλάβει.
Και κάθε φορά που με κοιτά.
Να βουρκώνω.
Και όλο να πίνω.
Να με κοιτά.
Να πίνω.
Να με κοιτά.
Να πίνω.
Μου κρατάει το χέρι.
Μου εκμηστηρεύεται.
Χτες λέει είχε πάει στη Τήνο.
Μου άναψε και κερί.
Αλλά κάθως έβγαινε από την εκλησία λέει,
έπεσε.
Ο θέος να τη συχωρέσει, λέει.
Δε το ήθελε.

Thursday, October 4, 2007

Μας.Κολλάει.

Στα χέρια.
Κολλάει.
Τα δικά μου.
Κολλάει.
Τα δικά του.
Μας. Κολλάει.
Τα χέρια. Μας.
Τα πόδια.
Στο χαλάκι.
Μια. Δύο.
Μέσα.Μας.
Κολλάει.
Η αναπνοή του.
Δεμένη στη κούπα.
Κολλάει.
Το στριφτό τσιγάρο.
Το χέρι με τη πληγή.
Θα μείνει πληγή.
Δε με νοιάζει.
Μ'αρέσει.
Κολλάει.
Τα μαλλιά του.
Η μύτη μου.
Ο σβέρκος του.
Η κοιλιά μου.
Κολλάει.
Τα πόδια λυγισμένα.
Τεντωμένα.
Λυγισμένα.
Κολλάει.
Το χέρι μου.
Η καρδιά του.
Ψυχή μου.
Μας.Κολλάει.

Monday, September 10, 2007

Πλαστελίνη


Μικρή θυμάμαι ήταν η γιαγιά.
Με επανέφε στη τάξη.
Μέσα τα κεφάλια.
Καινούργια τσάντα.
Μολύβια. Ξυσμένα.
Τετράδια.
Μύριζαν πλαστικό.
Καινούργιο.
Τώρα.
Η δουλειά.
Το ξύπνημα.
Ο καφές.
Κάθε μέρα.
Δε ξέρεις πια.
Δεν έχεις κάτι να περιμένεις.
Ούτε διάλειμμα.
Ούτε γυμναστική.
Ούτε ώρα της εκκλησίας.
Μέχρι που ήρ8ε εκείνος.
Έκανε το παρόν. Μέλλον.
Τώρα.
Εκείνος.
Με ένα μήνυμα.
Κομματιάζει την κούραση.
Την κάνει δική του.
Τη φυλάει μυστικά.
Πέρασε.
Ένα καλοκαίρι.
Φαντασίας.
Παιδικής.
Πλαστικής.
Πέντε φωτογραφίες.
Χαμογελαστές.
Σε όλες.
Τον κοιτώ.
Μια προσήλωση.
Μια αγαλίαση.
Μια ηρεμία.
Μεταλάχτηκα.
Μαλάκωσα.
Έγινα πλαστελίνη.
Εύπλαστη.
Μαλακή.
Χρωματιστή.
Μυρωδάτη.
Τώρα.
Στα χέρια του.
Ούτε αργίες.
Ούτε γιορτές.
Δε περιμένω.
Τίποτε άλλο.
Τώρα.

Friday, August 10, 2007

Monday, August 6, 2007

Σπίτι του.

Κάθομαι οκλαδόν
τώρα που λείπει
στην αγαπημένη του καρέκλα.
Εκείνη με τα ροδάκια.
Τη μπλε.
Στριφογυρίζω σα παιδί.
Με κάνει παιδί.
Μικρό.
Και αυτός.
Και η καρέκλα του.
Οι τοίχοι χρωματιστοί.
Μωβ.
Μπλε.
Κίτρινο.
Λαχανί.
Πρώτη φορά βλέπω
τόσο χρώμα
τόση ζεστασιά
τόση αγάπη.
Πίνω καφέ.
Τον ίδιο με αυτόν σπίτι.
Μόνο που εδώ είναι πιο γλυκός.
Πολύ πιο γλυκός.
Το πρωινό είναι μεγάλο.
Μοιάζει σαν εποχή.
Από μόνο του.
Μικρή. Δροσερή. Εποχή.
Έχει κήπο.
Με γάτες. Πουλάκια. Ζουζούνια.
Από αυτά που φοβόμουν μικρή.
Ανοίγω κάθε τόσο το παράθυρο.
Βγαίνω στη βεράντα.
Κοιτάω.
Άπειρο.
Θα έρθει σε λίγο από τη δουλεία.
Γυρίζω πίσω.
Κάθομαι στη τσουλιστή.
Αγαπημένη.
Μπλε.
Καρέκλα.
Και.
Τον.
Περιμένω.
Εδώ.
Σπίτι.