Αργό Σαββατοκύριακο.
Σχεδόν βασανιστικό.
Σάββατο. Γεννέθλια.
Δουλειά.
Ομιλίες.
Χειραψίες.
Ο τάδε. Ο άλλος τάδε.
Κάθομαι κάπου στην άκρη και πίσω.
Μακρύα από όλους τους άλλους εκπροσώπους τύπου.
Σχεδόν αντικοινωνική.
Έχω το ακουστικό μου.
Το μικροφωνό μου.
Τα χαρτιά μου.
Τις σημειώσεις.
Γράφω.
Ξαφνικά κάποιος με σκουντάει.
Ελληνίδα.Να καθίσω;Του γνέφω. Ναι.
Νεαρός.
Αρχίζει να μου μιλάει.
Τον αγνοώ.
Όχι επιδεικτικά.
Υποτίθεται ακούω.
Μα πως να ακούσεις με τα ματζαφλάρια στα αυτιά;
Και να ήθελα δηλ..
Με σκουντάει.
Τι κάνεις εδώ;Του εξηγώ.
Έχω μια καρέκλα με το ονομά μου.Στην πρώτη σειρά.Δε κάθομαι εκεί.Μ'άρεσε πάντα η γαλαρία.Ξαφνιάζεται.
Εσύ; Ρωτάω.
Είμαι μαθητής. 2 Λυκείου.Με πιάνουν κάτι γέλια.
Είμαι πολύ μεγαλύτερή σου.Δε νομίζω.Με ξαναπιάνουν.
Του εξηγώ.
Κλείνω άλλο ένα χρόνο σήμερα.
Μου παίρνει τα χαρτιά.
Μου ζωγραφίζει κάτι μπαλόνια.
Ένα Χρόνια Πολλά.
Μου το υπογράφει.
Χαμογελάει.
Πόσο είσαι 19; Εγώ 17.Σκέφτομαι.Μπας και όντως κόλλησα στα 19.
Μπα..
Του ρίχνω.. κάμποσα..
Του το λέω. Δε με πιστεύει.
Είναι δυνατόν.
Όλοι οι τρελλοί σε μένα.
Πείσμωσε.
Λες και του το'χα υποσχεθεί να γνωριστούμε.
Μύριζε μωρουδίλα.
Καθόταν απλά.
Σχεδόν ευλαβικά.
Στο διάλλειμα, μου φέρνει να φάω.
Άρχισε να με τραβά από το χέρι.
Να με σέρνει στους διαδρόμους.
Ξαφνικά χαθήκαμε.
Ακούω μια φωνή στο πλήθος.
Κοπελιά..Κοπελιά..Madame Figaro.Κοπελιά Figarooooo...Τον βλέπω να μου γνέφει από μακρυά.
Με είχε κάνει ρεζίλι με την αθωότητά του.
Γέλασα όμως πολύ.
Με την επιμονή του.
Έπρεπε να φύγω.
Να ρυθμίσω τα διαδικαστικά της συνέντευξης.
Δε χαιρετιθήκαμε.
Βράδυ.
Γέλια.
Παρεούλα.
Τα γνωστά. Τα αγαπημένα πρόσωπα.
Μαργαρίτες Φράουλα.
Πολλές.
Γέλια.
Ένα κερί σε ένα κέικ σοκολάτας.
Ευχή.
Το σβήνω.
Κυριακή πρωί.
Άργησα.
Κάθησα στη μεγάλη βεράντα.
Μια κούπα καφέ. Γλυκός.
Θάλασσα.
Βράχια.
Μουσικές.
Ηρεμία.
Σκέψεις.
Μοναξιά.
Κλείνω τα μάτια.
Με φωνάζουν.
Έχω δυο συνεντεύξεις.
Τον προσωπικό μου μεταφραστή.
Τον φωτογράφο μου.
Μόλις καταλαβαίνει ο κόσμος τη δουλειά μου.
Χαμογελάει.
Ποιόν έχεις δει από κοντά;Όλο κουτσομπολιά.
Δεν απαντώ.
Ο μικρός έρχεται.
Κάπου σε ξέρω εσένα.Χαμογελάει.
Μου δίνει το τηλέφωνό του.
Χαμογελάω.
Αύριο γράφει Αρχαία Κατεύθυνσης.
Σπίτι.
O Elvis Costello ουρλιάζει
στην άκρη του δωματίου.
Κάθομαι κάτω.
Σκέφτομαι..
Τι πείσμα έχει ο κόσμος.
Αυτός που δε θέλω.
Αλήθεια.
Κοιτάω πάνω.
2 κάρτες.
Του Πέτρου και της Δέσποινας.
Με κολλημένα κοχύλια μέσα.
Μυρίζει θάλασσα.
Ωραία Θάλασσα.
Όχι φουρτουνιασμένη.
Μετράω ευχές.
Δώρα.
Σα μικρό παιδί.
Γίνομαι μικρό παιδί.
Βλέπω ένα μήνυμα.
Με στεναχωρεί. Ξανά.
'Δε ξέρω ποιός από τους 2 έχει γεννέθλια σήμερα.19 ή 29;Χρόνια Πολλά'.Συνειδητοποιώ.
Είμαστε συνδεδεμένοι.
Και ας είμαστε χωριστά.
Όχι ότι είμασταν και ποτέ
μαζί.Το
δικό μου μαζί.
Μπορεί αυτό να ήταν μόνο το
δικό του.
19 εγώ.
Ο άντρας με το μπουφάν, 29.
Δε πήρε να ευχηθεί.
Δεν έχει αξία πια.
Ούτε ο τρόπος που κάθεται Πέτρο..
Ούτε το τρόπος που μιλάει.
Γιατί όλα αυτά δε γίνονται για μένα.
Και για αυτό δε τα θέλω.
Εγώ δε τα θέλω.
Εγώ.
Δυστηχώς. Ερωτεύομαι αυτά.
Τα μικρά. Τα καθημερινά.
Τις μυρωδιές. Τις εικόνες.
Όταν λοιπόν τα έβλεπα αυτά.
Τα ερωτευόμουνα.
Δεν έβλεπα άλλα.
Την άλλη.
Τώρα που βλέπω αυτή. Δε βλέπω τα ωραία.
Και έτσι.. δεν υπάρχει έρωτας.
Ευτυχώς Πέτρο.
Καιρός λοιπόν να πάμε παρακάτω.
Ακριβώς όπως μου λες.
Αυτό.
Αρκεί να βρώ το δρόμο.
Όχι το σωστό.
Το δικό μου.